Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Ελιά η Ευλογημένη!!!!




Ο καρπός της ελιάς είναι πολύ βασικός για τη Μεσογειακή διατροφή, τόσο ως εδώδιμος όσο και επειδή από αυτόν παράγεται το ελαιόλαδο. Οι ελιές είναι οι καρποί του ελαιόδεντρου, από τα δημοφιλέστερα προσφάγια των αγροτικών πληθυσμών της Μεσογείου, χρησιμοποιούνται ως ορεκτικά και συνοδεύουν λαδερά φαγητά, σαλάτες και πολλά ορεκτικά εδέσματα. Μετά τη συλλογή τους, καθαρίζονται και τοποθετούνται σε κάδους για εκπίκριση και στη συνέχεια συντηρούνται με αλάτι, σε άλμη, σε ξίδι ή και σε λάδι.        Ανάλογα με το μέγεθος τους, 5 μικρές ελιές ή 3 μεγάλες δίνουν 45 θερμίδες και ισοδυναμούν με ένα κουταλάκι του γλυκού ελαιόλαδο. Είναι επίσης καλή πηγή μονοακόρεστων λιπαρών οξέων.

Οι ελιές είναι πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά και συναγωνίζονται με το αγνό παρθένο ελαιόλαδο. Περιέχουν σημαντικές ποσότητες βιταμίνης Α και καροτενοειδών και σε μικρές ποσότητες βιταμίνες Β1, Β6 και Β12. Οι μαύρες ελιές είναι πλουσιότερες σε συνολικές τοκοφερόλες σε σχέση με τις πράσινες και είναι οι μόνες που εμπεριέχουν β-τοκοφερόλες και α-τοκοτριενόλες. Τα ιχνοστοιχεία των ελιών είναι κάλιο, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο και μαγνήσιο, ενώ αυτά που συντηρούνται σε άλμη περιέχουν μεγάλες ποσότητες νατρίου.  Οι ελιές εξ’ αιτίας της βιταμίνης Α βοηθούν τον οργανισμό στην ανάπτυξη- αναπαραγωγή, όραση, δέρμα και έχει αντικαρκινική δράση ενώ οι τοκοφερόλες έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες και επίσης αντικαρκινική δράση. Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα ενισχύουν τη λειτουργία του καρδιο-αναπνευστικού συστήματος και μας προφυλάσσουν από τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Αυτοί που πάσχουν από υπέρταση καλό είναι να προσέχουν στην κατανάλωση εξ’ αιτίας του νατρίου (σε αυτές που διατηρούνται σε άλμη).

Το μεταβολικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται ως ένα σύνολο διαταραχών όπως η κεντρική παχυσαρκία, η δυσλιπιδαιμία, η υπεργλυκαιμία και η υπέρταση σε ένα άτομο με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και διαβήτη τύπου 2. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι οι δίαιτες «δυτικού τύπου» αυξάνουν την πιθανότητα για εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου. Αντίθετα, δίαιτες πλούσιες σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά, ψάρι, ελαιόλαδο και γαλακτοκομικά χαμηλών λιπαρών έχουν προστατευτικό ρόλο. Πρόσφατα, σε δύο μελέτες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα και την Ισπανία βρέθηκε ότι όσοι ακολουθούσαν διατροφή πιο κοντά στο μεσογειακό μοντέλο είχαν μειωμένες πιθανότητες εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου. Μέχρι σήμερα τέσσερις έρευνες σίτισης έχουν εκτιμήσει την επίδραση συγκεκριμένων διατροφικών μοντέλων στο μεταβολικό σύνδρομο. Σε αυτές τις έρευνες μελετήθηκαν οι πιθανότητες εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου ακολουθώντας ένα συμπεριφοριστικό πρόγραμμα για την εφαρμογή της μεσογειακής διατροφής με μέτρια περιεκτικότητα σε λιπαρά, ένα εντατικό πρόγραμμα παρέμβασης στον τρόπο ζωής με διατροφή πλούσια σε λαχανικά και περιορισμένη σε ζωικά λιπαρά, η δίαιτα DASH (πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, χαμηλή σε ζωικά λιπαρά) και δύο μεσογειακές δίαιτες ενισχυμένες με παρθένο ελαιόλαδο ή με ξηρούς καρπούς. Και στις τέσσερις μελέτες βρέθηκε ότι όσοι ακολούθησαν τα παραπάνω διατροφικά μοντέλα είχαν μειωμένες πιθανότητες εμφάνισης του μεταβολικού συνδρόμου σε σχέση με άτομα που ακολουθούσαν δίαιτα μακριά από το μοντέλο της μεσογειακής δίαιτας. Επιπλέον, τα στοιχεία από μία πρόσφατη έρευνα σε υπέρβαρους ασθενείς με ινσουλινοαντίσταση δείχνουν ότι μία δίαιτα πλούσια σε παρθένο ελαιόλαδο σε σχέση με μία δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά εμποδίζει την ανακατανομή του σωματικού λίπους από περιφερικό σε σπλαχνικό χωρίς να επηρεάζει το συνολικό σωματικό βάρος. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τα στοιχεία που έχουμε από μία άλλη πρόσφατη έρευνα στην οποία βρέθηκε ότι όσοι ακολουθούν μεσογειακή διατροφή έχουν μικρότερη περίμετρο μέσης ενισχύουν την άποψη ότι η μεσογειακή διατροφή προστατεύει από το μεταβολικό σύνδρομο.

Πριν από έναν αιώνα περίπου διαπιστώθηκε ότι προσθήκη ελαιόλαδου στο γεύμα βοηθούσε στη μείωση της συγκέντρωσης των γαστρικών υγρών, μείωση της δυσπεψίας και ελάττωση του πόνου, με τη χορήγηση ελαιόλαδου μαζί με χυμό από πορτοκάλι. Νεότερες μελέτες έδειξαν τη θεραπευτική δράση του ελαιόλαδου στο δωδεκαδακτυλικό έλκος και τη βελτίωση της κινητικότητας του παχέως εντέρου. Αντικατάσταση, στο διαιτολόγιο, του ζωικού λίπους με ελαιόλαδο μείωσε κατά 33,4% τα περιστατικά του έλκους του δωδεκαδάκτυλου. Από πολύ παλαιά το ελαιόλαδο χρησιμοποιήθηκε σε τοπικές εφαρμογές κατά των παθήσεων του δέρματος με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Φαίνεται ότι ο ρόλος του στην περίπτωση αυτή οφείλεται στη δράση της βιταμίνης Ε. Γνωστός επίσης είναι ο προστατευτικός ρόλος του ελαιόλαδου στο δέρμα από την ακτινοβολία και ο κατευναστικός ρόλος του στους πόνους από νήγματα διαφόρων εντόμων. Οι Christakisetal. (1980) υποστήριξαν ότι το ελαιόλαδο προλαμβάνει ορισμένες ασθένειες του ήπατος και παρουσιάζει αξιόλογη ευεργετική δράση στη θεραπεία του διαβήτη. Επίσης διαπιστώθηκε ότι το ελαιόλαδο εξαιτίας της μεγάλης του περιεκτικότητας στο μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ προστατεύει τον οργανισμό από τη δημιουργία θρομβώσεων. Το ελαιόλαδο, ακόμη, επιδρά ευνοϊκά στην ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος, στη δομή των οστών του εγκεφάλου και του αγγειακού συστήματος και στην κανονική ανάπτυξη των παιδιών. Η ευνοϊκή δράση του ελαιόλαδου στην ανάπτυξη των νεαρών οργανισμών σύμφωνα με τους Crawfordetal. (1980) αποδίδεται στο ρόλο που διαδραματίζει το ελαϊκό οξύ που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο ελαιόλαδο. Επίσης πολύ αξιόλογος είναι ο ρόλος του λινελαϊκού οξέος το οποίο συναντάται στο ελαιόλαδο στην ίδια περίπου περιεκτικότητα με το μητρικό γάλα. Είναι γνωστό ότι το λιπαρά οξέα λινελαϊκό (Δ9,12C18:2) και α-λινολενικό (Δ9,12,15C18:3) είναι απαραίτητα λιπαρά οξέα τα οποία δεν δύνανται να βιοσυντεθούν από τον άνθρωπο και συνιστούν τον προάγγελο βιοσύνθεσης των προσταγλανδινών, των προστακυκλινών και των θρομβοξανών των ομάδων n-6 και n-3. Απρόσκοπτη βιοσύνθεση των ουσιών αυτών σχετίζεται με μειωμένο αριθμό παθήσεων του καρδιοαγγειακού συστήματος του ανθρώπου δεδομέμης της αύξησης της HDL-χοληστερόλης στον ορό του αίματος και συνεπώς μείωσης της παρουσίας αθηρωματικών πλακών στο αίμα (Beare-Rogers 1985; 1988; Aggelisetal. 1987; 1988; Horrobin 1992; Ratledge 1993). Είναι γνωστό επίσης, ότι η υπερκατανάλωση πολυακόρεστων ελαίων ή γενικά ο υπερεμπλουτισμός της δίαιτας με τέτοιες λιπαρές ύλες (πολυακόρεστες), έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά και έχουν διατυπωθεί αρκετές επιφυλάξεις. Οι επιφυλάξεις αυτές στρέφονται, κυρίως, στους κινδύνους οι οποίοι μπορεί να δημιουργηθούν από τα προϊόντα οξείδωσης των πολυακορέστων λιπαρών υλών και από την αύξηση των αναγκών του οργανισμού σε βιταμίνη Ε, που είναι συνέπεια της μεγάλης κατανάλωσης πολυακορέστων λιπαρών οξέων. Βεβαίως είναι γνωστό ότι ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται οπωσδήποτε τα απαραίτητα πολυακόρεστα οξέα λινελαϊκό και α-λινολενικό και ότι η έλλειψη των οξέων αυτών δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Ιδιαίτερο δε ρόλο, στη διατροφή, δεν έχει το μόνο το αθροιστικό σύνολο των πολυακορέστων λιπαρών οξέων (λινελαϊκό - α-λινολενικό) αλλά η μεταξύ τους σχέση. Ενώ όμως είναι διαπιστωμένη η αναγκαιότητα της παρουσίας των πολυακορέστων λιπαρών οξέων, στη δίαιτα, θα ήταν ίσως παρακινδυνευμένο να δεχτούμε ότι η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης πολυακoρέστων ελαίων αποτελεί τη μόνη λύση αφού, όπως προαναφέρθηκε, έχουν εκδηλωθεί προβλήματα από την αυξημένη κατανάλωση τους. Οι Christakisetal. (1980) αποδίδουν την υψηλή βιολογική αξία του ελαιόλαδου στα παρακάτω χαρακτηριστικά του:

v   Καλή σχέση των κορεσμένων και των μονοακορέστων λιπαρών οξέων.

v  Καλή σχέση μεταξύ της βιταμίνης Ε και των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (κυρίως λινελαϊκό οξύ)

v   Παρουσία φυσικών αντιοξειδωτικών ουσιών σε άριστη συγκέντρωση.

v  Παρουσία του λινελαϊκού οξέος σε ποσοστό 10%, περίπου, ποσοστό που βρίσκεται μέσα στα όρια των απαιτήσεων του οργανισμού, σε βασικά λιπαρά οξέα, καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες του και όταν το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται σαν μόνη πηγή λιπαρών.

v   Μεγάλη περιεκτικότητα σε υδρογονάνθρακα σκουαλένιο, ο οποίος διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο μεταβολισμό.

Συμπερασματικά μπορεί να αναφερθεί ότι το ελαιόλαδο είναι μια σπουδαία λιπαρή ύλη στη διατροφή του ανθρώπου με αναμφισβήτητη βιολογική και θρεπτική αξία.

"Οι ελιές δεν επιβαρύνουν το βάρος μας": αν και το ελαιόλαδο προέρχεται από την ελιά, φαντάζει για τους περισσότερους από εμάς ως πιο επικίνδυνο και επιβαρυντικό για το βάρος μας από τις ελιές. Έτσι, ενώ συχνά ελέγχουμε την ποσότητα του λαδιού που θα προσθέσουμε στο φαγητό ή τη σαλάτα μας, με μεγάλη ευκολία-αλλά και ευχαρίστηση- καταναλώνουμε μια χούφτα ελιές. Δεν πρέπει λοιπόν να παραβλέπουμε το γεγονός ότι 5 μικρές ελιές ή 3 μεγάλες μας δίνουν ακριβώς τις ίδιες θερμίδες με 1 κουταλάκι του γλυκού ελαιόλαδο, δηλαδή 45 θερμίδες. Έτσι, αν και μας προσφέρουν πολύτιμα συστατικά όπως βιταμίνες (Α και Ε), καροτένια και στοιχεία όπως ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο και μαγνήσιο, παράλληλα είναι μια καλή πηγή λίπους που πρέπει να προσέχουμε.

Το ελαιόλαδο δεν λείπει και δεν πρέπει να λείπει από κανένα σπίτι. Χρησιμοποιείται ωμό με πολλούς τρόπους, στις σαλάτες, στο ψωμί, στους ντάκους κλπ. Ο πλούσιος χυμός της ελιάς αναβαθμίζει τις ωμές ή βραστές σαλάτες σε ένα υπέροχο έδεσμα. Χρησιμοποιείται επίσης σε πολλά πιάτα και ιδιαίτερα στα λαδερά φαγητά, αναδεικνύοντας τη γεύση και το χρώμα των υπόλοιπων υλικών. Τα λαδερά έχουν ως γνωστό ξεχωριστή θέση στο ελληνικό τραπέζι. Το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται επίσης και στο τηγάνι για πατάτες, ψάρια, κρεατικά, ομελέτες , τυρόπιτες, χορτόπιτες  κλπ.

Είναι σήμερα γνωστό ότι η θρεπτική και βιολογική αξία του "πρασίνου χρυσού" συνίσταται στη βέλτιστη αναλογία των χημικών του συστατικών. Το ελαϊκό οξύ -το οποίο φέρει το όνομα του από την αφθονία του στο λάδι (74% κ.β.) είναι το μόνο ακόρεστο λιπαρό οξύ που είναι απαραίτητο στον οργανισμό μας χωρίς όμως να συντίθεται σ' αυτόν. Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα που περιέχει μειώνουν το επίπεδο της "κακής" 1-01- (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνες) χωρίς να επηρεάζουν το επίπεδο της "καλής" ΗDL (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνες), οι οποίες βοηθούν τη μεταφορά της χοληστερόλης από το αίμα, με αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου της χοληστερόλης. Περιέχει αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως είναι οι τοκοφερόλες (βιταμίνη Ε), η βιταμίνη Κ, τα φλαβονοειδή και οι αρωματικές φαινόλες, οι οποίες παρέχουν έναν αμυντικό μηχανισμό που καθυστερεί το γήρας, προλαμβάνει την καρκινογένεση, την αθηροσκλήρωση, τις δυσλειτουργίες του συκωτιού και τις φλεγμονές.

ΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ


Από το 4000 π.Χ. ήταν γνωστή η χρήση του ελαιολάδου για θεραπευτικούς σκοπούς. Ο Αριστοτέλης μελέτησε το ελαιόδενδρο και ανήγαγε την καλλιέργεια του σε επιστήμη. Ο Σόλων (639-559 π.Χ.) πρώτος νομοθέτησε την προστασία του. Ο Όμηρος το παρομοίασε με "χρυσό υγρό". Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, το περιγράφει σαν το "τέλειο θεραπευτικό". Στις διασωθείοες εργασίες του αναφέρονται περισσότερες από 60 φαρμακευτικές και ιατρικές χρήσεις του ελαιολάδου. Αυτές περιλαμβάνουν δερματολογικές ασθένειες, μυϊκούς πόνους, θεραπεία του έλκους και της χολέρας, φλεγμονές των ούλων, αϋπνία, ναυτία, πυρετό και στομαχικούς πόνους. Ο Διοσκουρίδης ονομάζει το ελαιόλαδο "προς την εν υγεία χρήσιν άριστον". Αναφέρει ποικίλες θεραπευτικές ιδιότητες κατά του έρπητος και της άφθας. Έχει θερμαντικές ιδιότητες, καταπολεμά την ουλίτιδα και διευκολύνει τη λειτουργία του παχέος εντέρου. Αναφέρει επίσης ότι το ελαιόλαδο από τις άγριες ελιές είναι στυπτικό, ευεργετικό για τις κεφαλαλγίες και την καταπολέμηση της πιτυρίδας. Σήμερα η επιστημονική έρευνα, εκτός του ότι επιβεβαιώνει αυτές τις χρήσεις, ανακαλύπτει και νέες χρήσεις του πράσινου χρυσού. Για παράδειγμα αναφέρονται, η επιβράδυνση της γήρανσης του εγκεφάλου, των εσωτερικών οργάνων και των ιστών, η βοήθεια στη μάχη εναντίον του καρκίνου του στήθους και άλλων καρκίνων, όπως και εναντίον του διαβήτη και του πεπτικού έλκους. Οι αρχαίοι Έλληνες θεραπευτές  χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο για να επουλώσουν πληγές, για να θεραπεύσουν την αϋπνία, τη ναυτία, τη χολέρα. Επίσης, το χρησιμοποιούσαν για να μαλακώσουν το δέρμα τους ή το έβαζαν στα μαλλιά τους για να είναι υγιή και λαμπερά. Το ελαιόλαδο είναι το «μυστικό της μακροζωίας» των Κρητικών.





Η ελιά κρύβει φάρμακα

Στα φύλλα, στον πυρήνα και στον φλοιό των ελαιόδεντρων περιέχονται σε ποσότητες ουσίες που θωρακίζουν την καρδιά από τη στεφανιαία νόσο, ενώ έχουν και ευεργετική δράση στα κύτταρα του σώματος. Προστασία στην καρδιά και στα αγγεία παρέχει η ελιά. O βιολογικός αυτός «θησαυρός» περιέχει φυσικά συστατικά με ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, τα οποία συμβάλλουν θετικά στην αντιμετώπιση νοσημάτων του καρδιοαγγειακού συστήματος. Στα φύλλα, στον πυρήνα και στον φλοιό της ελιάς περιέχεται σε μεγάλες ποσότητες το συστατικό ελευρωπαϊνη. H ουσία αυτή είναι «ασπίδα» για την καρδιά, τόσο στη στεφανιαία νόσο όσο και στην καρδιοτοξική δράση που προκαλούν κάποια αντικαρκινικά φάρμακα. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε ομάδα επιστημόνων της B Πανεπιστημιακής Kαρδιολογικής Kλινικής του νοσοκομείου «Aττικόν», ύστερα από πολυετείς έρευνες στο πειραματικό εργαστήριο, σε συνεργασία με τη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου της Aθήνας.

Tα ευρήματα της μελέτης παρουσίασαν ο διευθυντής της Kλινικής, καθηγητής Kαρδιολογίας κ. Δημήτρης Kρεμαστινός, η καθηγήτρια κ. Eυαγγελία Kρανιά και οι αναπληρωτές καθηγητές κ. Eυστάθιος Hλιοδρομίτης και Iωάννης Λεκάκης, με αφορμή το 2ο Eτήσιο Διεθνές Συνέδριο «Eξελίξεις και Προοπτικές στην Kαρδιολογία». Aναφερόμενοι στη δράση της ελιάς, οι επιστήμονες είπαν ότι η φυσικός αυτός καρπός περιέχει φαινόλες με ευεργετική δράση. Aπό τη μία, προστατεύουν τα κύτταρα του σώματος από ισχυρά δραστικές ουσίες, όπως οι ελεύθερες ρίζες, οι οποίες συνδέονται με εκδήλωση χρόνιων ασθενειών, όπως ο καρκίνος και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Aπό την άλλη, ασκούν αντιλιπιδαιμική δράση, περιορίζοντας τη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια.

Tο εντυπωσιακό είναι ότι, σύμφωνα με τους ερευνητές, την πιο μεγάλη προστασία παρέχουν τα τμήματα της ελιάς που πετάμε, δηλαδή το κουκούτσι, ο φλοιός και το φύλλο του δένδρου.  Aπό τις μελέτες προέκυψε ότι η δράση τους είναι τόσο σοβαρή, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με δύο τρόπους. O ένας είναι να υπάρξει επεξεργασία και παρασκευή συμπληρωμάτων διατροφής, τα οποία θα μπορούσαν να καταναλώνουν για προληπτικούς λόγους και υγιείς.  O άλλος θα ήταν να δημιουργηθεί φάρμακο το οποίο θα μπορούσε να χορηγείται από το στόμα ή και παρεντερικά σε ανθρώπους με καρδιολογικό πρόβλημα, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος ισχαιμικών επεισοδίων. Tο ίδιο σκεύασμα θα είχε προστατευτική δράση και σε καρκινοπαθείς, οι οποίοι ακολουθούν θεραπεία με ογκολογικά φάρμακα, τα οποία είναι τοξικά για την καρδιά.