Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ...





Γνωρίζω το παιδί μου και βρίσκω το δρόμο για την επικοινωνία άρθρο της ψυχολόγου - οικογενειακής θεραπεύτριας Μαγδαληνής Αγραφιώτη


Ο δρόμος για την καλύτερη γνωριμία είναι ο ίδιος δρόμος που οδηγεί στην επικοινωνία με τα παιδιά μας.

Η επικοινωνία αυτή όταν είναι θετική και αποτελεσματική μπορούμε να μεγαλώσουμε παιδιά συναισθηματικά ασφαλή που δεν παρασύρονται από αρνητικές επιρροές, από εύκολες και επικίνδυνες διαδρομές. Μπορούμε τότε να μεγαλώνουμε υπεύθυνα παιδιά, ικανά να καταλάβουν πότε μπορούν να εμπιστεύονται και πότε να αποφεύγουν τους κοινωνικούς κινδύνους. Μέσα από την γνωριμία και την επικοινωνία με τα παιδιά μας μπορούμε να μεγαλώσουμε πολίτες που απαιτούν να εξελίσσεται μέσα σε μία κοινωνία όπου υπάρχει αλληλοσεβασμός, ειρηνική συνύπαρξη, όχι ρατσισμός και κοινωνικός αποκλεισμός. Αυτές τις αξίες τις επιδιώκουν οι γονείς εκείνοι που συνειδητοποιούν ότι είναι προς το συμφέρον της ψυχικής υγείας των παιδιών τους να ζουν σε μία κοινωνία που επικρατεί η ισοτιμία γιατί αυτή εγγυάται ένα κόσμο με λιγότερη εγκληματικότητα, λιγότερη αντιπαλότητα , και λιγότερους ανταγωνισμούς . Με άλλα λόγια , τις αξίες της ισοτιμίας τις επιδιώκουν οι γονείς που θέλουν να γνωρίζουν ότι τα παιδιά τους περπατούν στο δρόμο χωρίς φόβο για τη σωματική ασφάλειά τους. Τις επιδιώκουν οι γονείς που θέλουν να γνωρίζουν ότι τα στέλνουν σε ένα σχολικό περιβάλλον που δεν προκαλεί στεναχώριες, θυμό, απογοήτευση μέσα από ειρωνείες, ανταγωνισμούς και επιθετικότητα.

Ο δρόμος για τη γνωριμία μπορεί να έχει διαφορετικές οπτικές γωνίες...

Α) Το οικογενειακό ψυχολογικό κλίμα.

Tι είναι και πως παίζει καθοριστικό ρόλο στην συναισθηματική αγωγή του παιδιού; Ένας απλός τρόπος να συνειδητοποιήσουμε το κλίμα αυτό είναι να αναρωτηθούμε πως νοιώθουμε όταν βάζουμε το κλειδί τη στιγμή που ανοίγουμε την εξώπορτα του σπιτιού μας: χαρά; προσμονή; σφίξιμο και ένταση; θυμό; ανταγωνισμό ή θλίψη;

Τα μη λεκτικά μηνύματα έχουν περισσότερη δύναμη από τα λεκτικά. Παράδειγμα, η τρυφερή έκφραση στο πρόσωπο μας και το αγκάλιασμά μας είναι πιο πειστικά από τα λόγια «σε αγαπώ παιδί μου». Επίσης η φειδώ στις επικρίσεις, η έμφαση στην ενθάρρυνση, στην οριοθέτηση, στην πειθαρχία με αποφασιστικότητα και ηρεμία πιο πολύ πείθει τα παιδιά μας ότι τα αγαπάμε παρά τα παιγνίδια και τα άλλα αγαθά που τους αγοράζουμε ενώ ταυτόχρονα δεν ασχολούμαστε μαζί τους. Άλλο παράδειγμα: «να αγαπάς τη γιαγιά σου», λέει η μαμά στο παιδί. Την επόμενη όμως μέρα που έχει φέρει ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια για τον εγγονό, η νύφη κάνει ένα αποδοκιμαστικό μορφασμό για την πεθερά της. Ποιο από τα δύο μηνύματα να πιστέψει το παιδί μας; Πόσο συχνά είμαστε αντιφατικοί ανάμεσα στα λόγια και τα έργα μας;

Β) Την ηλικία.

Μία μητέρα λέει για την κόρης της των 2μισυ ετών: «η κόρη μου δεν μοιράζεται με άλλα παιδιά τα παιγνίδια της, αντίθετα λέει ‘είναι δικό μου' και δεν συνεργάζεται». Νόμιζε η μητέρα ότι αυτό ήταν πρόβλημα . Στην πραγματικότητα το παιδί σε αυτή την ηλικία συνειδητοποιεί ότι είναι ένα ξεχωριστό άτομο και τονίζει αυτή τη συνειδητοποίηση. Αυτό δεν αποτρέπει το γονιό από του να παροτρύνει το παιδί να μοιράζεται τα παιγνίδια του. Το σημαντικό είναι να μην το ερμηνεύει ως αποτυχία στο μεγάλωμα του παιδιού του.

Μία άλλη μητέρα παραπονέθηκε ότι ο γιος της επίσης 2μισυ ετών, την ταυτίζει με την κουζίνα ενώ εκείνη είναι άνθρωπος της καριέρας. «Αυτή είναι η γνώμη που έχει για μένα το παιδί μου;» αναρωτήθηκε. Εκείνο πού την οδήγησε σε αυτή την εντύπωση είναι ότι το αγόρι θέλει πολύ να είναι μαζί της στο νεροχύτη και να ζητάει να πλύνει και εκείνος πιάτα. Της εξηγήθηκε ότι σε αυτή την ηλικία αρχίζει το ενδιαφέρον των παιδιών για τη φυσική, γι αυτό ασχολούνται πολύ με το νερό, όπως αντίστοιχα τους αρέσει να παίζουν με την άμμο όταν πάμε στην αμμουδιά.

Ένας πατέρας ζήτησε να καταλάβει την 3χρονη κόρη του που την θεωρούσε ως τότε επιθετική όταν την είδε να πετάει άμμο πάνω στο πρόσωπο ενός συνομήλικου της. Αυτό που χρειαζόμαστε να γνωρίζουμε ότι μέχρι την ηλικία των 5 ετών περίπου δεν έχουν την ωριμότητα να μπουν στη θέση του άλλου ότι θα πονέσει αν του πετάξει την άμμο κατά πρόσωπο. Βέβαια μπορούμε να σταματήσουμε το παιδί από την πράξη αυτή και να του πούμε ότι πονάει το άλλο παιδάκι, αρκεί να γνωρίζουμε τα παραπάνω. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί διαφορετικά ο γονιός νομίζει ότι έχει αποτύχει με το παιδί του ενώ δεν είναι έτσι.

Γ) Το φύλο.

Μία μητέρα χαριτολογώντας είπε μήπως έγινε κάποιο λάθος στο μαιευτήριο και της παρέδωσαν άλλο αγόρι . Αυτό που εννοούσε ήταν η σύγκριση που έκανε ανάμεσα στην κόρη της που ήταν μελετηρή στο σχολείο και το ενδιαφέρον του γιου της για υπολογιστές και όχι τα μαθήματα.

Μία άλλη μητέρα ανησυχεί για το αγόρι της 7μισυ ετών που δεν εκφράζεται καλά στη γραπτή γλώσσα ενώ η κόρη της στην ίδια ηλικία είχε μεγάλη ευχέρεια στο λόγο.

Άλλο παράδειγμα: το αγόρι ασχολείται με επιμονή στις κατασκευές και τα τουβλάκια αλλά δεν έχει υπομονή να ακούσει ιστορίες σε αντίθεση με την κόρη της που της αρέσουν πολύ τα παραμύθια, και με λεπτομέρειες διηγείται την ημέρα της στον παιδικό σταθμό.. Φαίνεται όμως πιο ευαίσθητη και κλαίει με το παραμικρό. Αντίθετα ο αδελφός δεν λέει σχεδόν τίποτα πως τα πέρασε ούτε αναφέρει στους γονείς αν στεναχωρέθηκε ή μάλωσε με κάποια από τα παιδάκια. Όταν τα πηγαίνουν στην παιδική χαρά βρίσκει το φίλο του με τον οποίο χτυπιούνται. Λένε «εμείς παίζουμε».

Δ) Τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει η οικογένεια.

Για παράδειγμα, οικογένειες που ζουν σε μικρά σπίτια και με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες χρειάζονται μεγαλύτερη κοινωνική υποστήριξη για να είναι πιο ήρεμοι και να μπορούν αν αφουγκραστούν τις ανάγκες των παιδιών τους. Με αυτούς τους ανθρώπους χρειάζεται να είμαστε πιο επιεικείς και ήρεμοι για να μπορούν να μετριάζουν το ήδη υπάρχον άγχος τους για επιβίωση.

Άλλες οικογένειες δεν έχουν συγγενείς, παππούδες και γιαγιάδες για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους μέσα σε ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον. Αυτές οι οικογένειες χρειάζεται ακόμα περισσότερο να ανοιχτούν περισσότερο για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους όχι κοινωνικά απομονωμένα ή/και να παροτρύνουν τα παιδιά τους να συμμετέχουν σε δραστηριότητες του δήμου και άλλων φορέων ώστε να ενισχυθεί η κοινωνικότητά τους.

Ε) Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η οικογένεια τις αλλαγές της ζωής.

Πολλά ή μάλλον τα περισσότερα μηνύματα , όπως ήδη έχει αναφερθεί, δεν χρειάζονται να ειπωθούν με λόγια, αντίθετα φτάνουν με μεγαλύτερη δύναμη και ταχύτητα όταν ζουν την πραγματικότητα της οικογένειας. Μία πραγματικότητα είναι και το πώς αντιμετωπίζουν οι γονείς τις αλλαγές της ζωής. Οι αλλαγές: η μετοίκιση σε άλλη πόλη είτε απότομες ή/και τραυματικές όπως αρρώστιες, θάνατοι, διαζύγιο. Η ευελιξία των γονιών στις αλλαγές φαίνεται από την αναγνώριση των συναισθημάτων τους (πχ.» Λυπάμαι που αποχωρίζομαι το παιδάκι μου για πολλές ώρες» αλλά τελικά το συνηθίζει) ή («μου είναι πολύ επώδυνο και νοιώθω βαθιά θλίψη για αρρώστια ή θάνατο δικού μου προσώπου» αλλά σταδιακά επανέρχεται στην καθημερινότητα αναγνωρίζοντας επίσης ότι μερικές βαριές απώλειες δεν ξεπερνιούνται τελείως, αλλά τουλάχιστον δεν προσκολλάται κάποιος σε ενοχές για την απώλεια .)

ΣΤ) Τέλος, ένας αποτελεσματικός τρόπος να γνωρίσουμε και να επικοινωνούμε με το παιδί μας είναι να εφαρμόσουμε αυτό που λέει ο λαός:

«έχουμε δύο αυτιά και ένα στόμα, για να ακούμε περισσότερο και να μιλάμε λιγότερο». Δηλαδή, τον/την αφουγκραζόμαστε χωρίς να κρίνουμε. Είμαστε παρόντες σε αυτά που λέει και όσο μπορούμε του δίνουμε να καταλάβει ότι ακούσαμε. Ακούμε, τι πράγματα ή καταστάσεις τον/την κάνουν να χαίρεται, να φοβάται, να ελπίζει, να προσπαθεί. Παράδειγμα: ήλθε ο παιδίατρος να εξετάσει την 3χρονη κόρη. Η μαμά λέει στον γιατρό: μια και είστε εδώ δεν εξετάζετε και τον γιο μου;» ο 5χρονος άρχισε να πετάει μαξιλάρια, να φεύγει έξω στη βεράντα και να φωνάζει : «είναι άδικο να εξετάζετε ένα παιδί που δεν είναι άρρωστο». Ο μικρός έδωσε εξήγηση για τη συμπεριφορά του. Ευτυχώς που η μητέρα δεν του έδωσε ετικέτα ότι είναι «άτακτο» ή «ανυπάκουο» παιδί . Ένα άλλο παράδειγμα μίας άλλης οικογένειας: Πήγαν στο κατάστημα να αγοράσουν παπούτσια στα παιδιά τους. Την εξάχρονη κόρη και τον τετράχρονο γιο. Αφού αγόρασαν παπούτσια για τη μεγάλη , ήλθε και η σειρά του αγοριού. Ο μικρός τσίριζε και φώναζε. Οι γονείς δεν καταλάβαιναν τι του συμβαίνει αφού τον ρωτούσαν ποια από τα τρία ζευγάρια του αρέσει. Τέλος , διάλεξαν οι γονείς ένα ζευγάρι για αυτόν. Όταν έφτασαν στο σπίτι του λένε: «γιατί αγόρι μου φώναζες μήπως νομίζεις ότι αγαπάμε την αδελφή σου και όχι εσένα;» Εδώ οι γονείς σωστά προσπαθούν να μιλήσουν στην ψυχή του και δεν εστιάζουν στην συμπεριφορά του μόνο. Το αγόρι απαντάει: «όχι, νόμιζα πως δεν θα μου αγοράζατε παπούτσια»! Αυτά τα παραδείγματα θεωρητικά συμπυκνώνονται στα στάδια της συναισθηματικής αγωγής.

Σύμφωνα με τον John Gottman στο βιβλίο του "Η Συναισθηματική Νοημοσύνη των Παιδιών" (Εκδόσεις "Ελληνικά Γράμματα"), αυτά είναι: οι γονείς...
Έχουν επίγνωση των συναισθημάτων του παιδιού τους.
Βλέπουν το συναίσθημα ως μία ευκαιρία για οικειότητα και διδασκαλία.
Ακούν προσεκτικά, δείχνουν ενσυναίσθηση και αναγνωρίζουν τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού.
Βοηθούν το παιδί να βρει τις λέξεις για να κατονομάσει τα συναισθήματά του.
Θέτουν όρια και ταυτόχρονα εξετάζουν κάποιες στρατηγικές για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος.

Αυτό που θα συμπλήρωνα και θα τόνιζα είναι ότι ο πετυχημένος γονιός είναι αυτός, αυτή που αναγνωρίζει ότι ως άνθρωπος δεν είναι αλάνθαστος ούτε η τελειότητα είναι επιθυμητή. Έχει επί πλέον, την τάση να σημειώνει στον νου του αυτά που του αρέσουν στον εαυτό του είτε ως άνθρωπος γενικότερα, είτε ως γονιός. Η συμπεριφορά μας οδηγείται προς εκείνη την κατεύθυνση που πάει ο νους μας. Έτσι θα έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να επαναλαμβάνουμε ό,τι θεωρούμε ως λειτουργικό για την οικογένεια και τα παιδιά μας.